Τι την θέλουμε την υπογεγραμμένη, την ψιλή, τη δασεία, την περισπωμένη; Γιατί να μαθαίνουμε την ευκτική, τη δοτική, όλο το κλιτικό σύστημα μιας «νεκρής» γραμματικής; Κι’ αυτή η δοτική προσωπική ηθική; Το προληπτικό κατηγορούμενο; Οι συμπερασματικές απαρεμφατικές προτάσεις; Οι αναφορικοϋποθετικές; Αυτή η «τυπολατρεία» τι σχέση έχει με τις σύγχρονες ανάγκες του μαθητή; Τι ερεθίσματα μπορεί να αποκομίσει από «νεκρούς» τύπους, «περίεργες» λέξεις, ακατανόητες συντάξεις, σπαράγματα σκέψης εκ πρώτης όψεως ασύνδετα με το σήμερα; Η εύκολη απάντηση είναι καμία και τίποτα αντιστοίχως. Η εύκολη απάντηση ωστόσο δεν είναι πάντα και η σωστή.
Τα αρχαία είναι – για να κοινοτυπήσουμε – η βάση της νεοελληνικής. Και όπως κάθε κτίσμα για να είναι σταθερό και να μπορεί να αντέχει το φέροντα οργανισμό πρέπει να έχει γερά θεμέλια, έτσι και η εις βάθος γνώση της αρχαίας ελληνικής μας βοηθάει να προσεγγίσουμε τη νέα ελληνική με εξοπλισμό αξιοζήλευτο. Είναι το μέσο να διεισδύσουμε στο βάθος της γλώσσας, να ανακαλύψουμε τους κρυμμένους θησαυρούς της, να διευκολυνθούμε στην ακριβολογία μας, να κατανοήσουμε την ουσία της έκφρασης …
Άλλωστε η γλώσσα είναι η ηχητική ερμηνεία του κόσμου. Κάθε λαός μέσα στη γλώσσα του ενοφθάλμισε τον τρόπο με τον οποίο βλέπει τον κόσμο. Για παράδειγμα στα λατινικά οι δευτερεύουσες επιρρηματικές συμπερασματικές προτάσεις εκφέρονται μόνο με υποτακτική, επειδή στα λατινικά το αποτέλεσμα θεωρείται πάντα μια υποκειμενική κατάσταση. Αντίθετα στα αρχαία ελληνικά οι αντίστοιχες προτάσεις εκφέρονται και με οριστική και με δυνητικές εγκλίσεις και απαρεμφατικά. Η επιλογή της έγκλισης εκφοράς επομένως δεν είναι απλώς μια γραμματική διαφορά αλλά μια βαθιά εννοιολογική διαφορά. Για τον αρχαίο Έλληνα το αποτέλεσμα (είτε μίας σειράς ενεργειών, είτε ενός συλλογισμού) μπορεί να είναι και πραγματικό. Για τον Λατίνο είναι πάντα υποκειμενικό. Παρομοίως οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις στα αρχαία ελληνικά εκφέρονται με όλες σχεδόν τις εγκλίσεις (πλην προστακτικής και ευχετικής ευκτικής), ενώ στη λατινική χρησιμοποιείται μόνο η υποτακτική, επειδή θεωρείται ότι πρέπει να φανεί πως μια ερώτηση δε μεταφέρεται όπως ακριβώς έγινε, ασχέτως του αν αλλοιώνεται ή όχι το περιεχόμενό της. Για άλλη μια φορά γίνεται κατανοητό επομένως πως η επιλογή – εν προκειμένω – της έγκλισης συνιστά μια διαφορετική εννοιολογική προσέγγιση και του γίγνεσθαι και του όντος.
Για μας λοιπόν τα αρχαία δεν είναι μία νεκρή γλώσσα. Είναι η αρτηρία που ζωογονεί το νεοελληνικό λόγο. Είναι άθλημα κατανόησης, είναι η ιδιοπροσωπία μας, είναι η ζώσα γλωσσική μαγεία. Αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας σας καλούμε να το κάνουμε μαζί. Δεν λέμε ότι είναι ούτε εύκολο ούτε δύσκολο. Θέλουμε απλώς να είναι γοητευτικό. Γιατί όπου εμφιλοχωρεί ο έρωτας, εκεί η μάθηση αποκτά χαρακτήρα αποκαλυπτικό.
Έτσι λοιπόν στο γυμνάσιο ο μαθητής έρχεται σε επαφή με τη βασική δομή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αφομοιώνει το βασικό κλιτικό σύστημα και τις βασικές συντακτικές δομές. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στην ετυμολογία των λέξεων, ώστε ο μαθητής να επανασυνδέεται με τον ομφάλιο λώρο της γλώσσας.
Στην Α΄ Λυκείου εμπεδώνεται η γραμματική και συντακτική γνώση και ο μαθητής έρχεται σε επαφή με τον ιστορικό λόγο του Ξενοφώντα και του Θουκυδίδη. Εθίζεται σιγά-σιγά στο αρχαίο κείμενο που διερευνά ένα συγκεκριμένο θέμα. Με αφορμή αυτά τα κείμενα προβληματίζεται για τις πολιτειακές συνέπειες από μια συντριπτική ήττα στον πόλεμο, για την αξία της δημοκρατίας, για τον ασφυκτικό έλεγχο της δικαιοσύνης από ένα αυταρχικό σύστημα εξουσίας, για τη διάλυση των κοινωνικών δεσμών και θεσμών από την κατάλυση του πολιτεύματος, για τις αιματηρές επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου σε μια κοινωνία, την αποδόμηση όλων των συνεκτικών θεσμών, την αποθηριοποίηση του ανθρώπου, για την αναγκαιότητα να ερμηνεύουμε τα ιστορικά γεγονότα στο ιστορικό πλαίσιο τους κτλ.
Στη Β΄ Λυκείου – και για όσους ακολουθούν τη θεωρητική κατεύθυνση – ερχόμαστε σε βαθύτερη επαφή με τις συντακτικές δομές της γλώσσας και καλύπτουμε τυχόν κενά στη γραμματική. Ο μαθητής μαθαίνει να προσεγγίζει το άγνωστο κείμενο μέσα από μια βιωματική επαφή μαζί του. Όπως κάθε κείμενο εντάσσεται σε μια επικοινωνιακή περίσταση η οποία εν πολλοίς καθορίζει τις επιλογές του συγγραφέα. Ο μαθητής αρχίζει και κατανοεί γιατί ο συγγραφέας προτίμησε την α΄ από τη β΄ σύνταξη, γιατί προτίμησε την χ λέξη από την ψ λέξη. Παράλληλα έρχεται σε επαφή με το γνωστό και τον τρόπο «ανάγνωσης» και προσέγγισής του. Μαθαίνει
- να ερμηνεύει το κείμενο,
- να είναι προσεκτικός αναγνώστης,
- να κατανοεί τη χρήση των συνδέσμων που διαρθρώνουν το κείμενο,
- να παρακολουθεί τη σκέψη του συγγραφέα
- να ερμηνεύει τις προθέσεις του, τις στοχεύσεις κτλ.
Δεδομένου ότι στη Β΄ Λυκείου ο μαθητής έρχεται σε επαφή με τον ρητορικό λόγο μαθαίνει
- να κρίνει την αξία του δικανικού επιχειρήματος,
- να κατανοεί τις συνθήκες υπό τις οποίες εκφωνείται ένας δικανικός λόγος,
- να αντιλαμβάνεται ότι στόχος είναι η πειθώ και όχι η ανακάλυψη της αλήθειας, εντέλει
- να δυσπιστεί και οπωσδήποτε
- να αξιολογεί την αποδεικτική ισχύ ενός επιχειρήματος.
Στη Γ΄ Λυκείου, ολοκληρώνουμε τη διδασκαλία των Αρχαίων. Κάνουμε διαρκείς επαναλήψεις της γραμματικής και του συντακτικού, ώστε να μην υπάρχει κανένα κενό. Άλλωστε η προσέγγιση ενός αρχαίου κειμένου, του αγνώστου όπως συνηθίζουμε να το ονομάζουμε, απαιτεί την εις βάθος γνώση των δύο συγκεκριμένων γνωστικών αντικειμένων. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η γοητεία για κάτι γεννάται και από την ικανότητά μας να ανακαλύπτουμε διαρκώς καινούργια πράγματα, να μαγευόμαστε από αυτές τις ανακαλύψεις. Και είναι η στιγμή που ο ευσυνείδητος μαθητής, ο σκαπανέας της γνώσης
- θα εκτιμήσει τη σημασία της υπογεγραμμένης και την αξία της δοτικής,
- θα μαγευτεί από την ικανότητα συμπύκνωσης της σκέψης σε ένα μετοχικό σύνολο,
- θα θαυμάσει τη διαύγεια στην έκφραση,
- θα προβληματιστεί για τους λεκτικούς ακροβατισμούς, με ένα λόγο,
- θα μάθει να απολαμβάνει το μαγικό κόσμο ενός πολιτισμού με συγκεκριμένες συντεταγμένες και με μια διαυγή πρόταση πολιτισμού.
Φυσικά, η διδασκαλία ολοκληρώνεται με το «γνωστό». Ο μαθητής μετά την επαφή του με την Ιστοριογραφία (Α΄ ΛΥΚΕΙΟΥ) και τη Ρητορεία (Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ) καλείται να ενωτισθεί τις φιλοσοφικές ιδέες του αρχαίου ελληνικού κόσμου:
- Γιατί φιλοσοφεί ο άνθρωπος;
- Ποια είναι η αξία της φιλοσοφίας;
- Από πότε πρέπει κάποιος να αρχίσει να ασχολείται με τη φιλοσοφία;
- Είναι διδακτή η (πολιτική) αρετή;
- Μπορεί ο άνθρωπος να στηριχθεί μόνο στην τεχνολογία;
- Ήταν ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, πολιτισμός ενοχής ή πολιτισμός ντροπής;
- Ποια η αξία του μύθου στην ερμηνεία του κόσμου;
- Υπάρχει θεός; Αν υπάρχει παρεμβαίνει στον κόσμο;
- Τί είναι γνώση;
- Πώς γνωρίζει ο άνθρωπος;
- Είναι οι αισθήσεις ασφαλές μέσο απόκτησης της γνώσης;
- Πώς ορίζεται η παιδεία; Έχει πολιτική διάσταση;
- Ποιος (πρέπει) να καθορίζει το περιεχόμενό της;
- Ποιες πρέπει να είναι η στοχεύσεις της;
- Που πρέπει να αποσκοπεί;
- Σε τι διαφέρει ο πεπαιδευμένος από τον απαίδευτο;
- Ποια η σχέση της παιδείας με τη συνολικότερη ευδαιμονία του ανθρώπου;
- Τι είναι δικαιοσύνη;
- Ποια η σχέση της με την παιδεία και την ορθή διακυβέρνηση;
- Είναι ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον; Είναι φύσει ηθικός; Γιατί συγκροτεί κοινωνίες;
- Υπό ποιες προϋποθέσεις οι πολιτικές κοινωνίες υπηρετούν το ύψιστο επιδιωκόμενο αγαθό (την ευδαιμονία) και υπό ποιες καταρρέουν ή λειτουργούν καταπιεστικά;
- Ποια η θέση του ατόμου μέσα στην κοινωνία;
- Πώς προστατεύει το άτομο την ψυχική του υγεία μέσα σε ένα χαοτικό κόσμο, σε ένα κόσμο χωρίς σταθερές;
- Ποια η έννοια του κοσμοπολιτισμού;
- Ποια η σημασία της εσωτερικής «αναχώρησης»;
Αυτά είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα με τα οποία έρχεται σε επαφή ο μαθητής και οπωσδήποτε πλουτίζει τον προβληματισμό του.
Ως φροντιστήριο βοηθάμε το μαθητή να κατανοήσει την ουσία των φιλοσοφικών ερωτημάτων, να εμβαθύνει στη σκέψη των αρχαίων συγγραφέων και εν τέλει να αγαπήσει μία όψη του αρχαίου ελληνικού στοχασμού. Παράλληλα με ένα σωστό καταμερισμό των ωρών διδασκαλίας ολοκληρώνουμε γρήγορα την ύλη και με συνεχείς επαναλήψεις βοηθούμε το μαθητή να εμπεδώσει την εξεταστέα ύλη.